- ανασώζω
- (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω)διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνωμσν.1. αποζημιώνω, επανορθώνω2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι3. μεταβιβάζω4. συμπληρώνω, ολοκληρώνωαρχ.1. διατηρώ στη μνήμη μου2. (μέσ., -ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ3. παθ. επιστρέφω, γυρίζω σώος («ἀνεσώθην εἰς Κατάνην» — εγύρισα σώος στην Κατάνη).
Dictionary of Greek. 2013.